διασκέπτεται

διασκέπτεται
διασκέπτομαι
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διασκεπτικός — ή, ό (Α διασκεπτικός, ή, όν) 1. ο διασκεπτήριος 2. ο ικανός να διασκέπτεται αρχ. προσεκτικός, επιφυλακτικός …   Dictionary of Greek

  • διασκέπτομαι — διασκέφτηκα, συσκέπτομαι, σκέφτομαι μαζί με άλλους: Το συμβούλιο της εταιρείας διασκέπτεται για την πολιτική που θα ακολουθήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”